- ξεχολιάζω
- αμετ. переставать сердиться, успокаиваться, остывать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεχολιάζω — παύω να είμαι χολιασμένος, αποβάλλω τον θυμό μου, ξεθυμώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + χολιάζω] … Dictionary of Greek
ξεχολιάζω — ξεχόλιασα, αμτβ., παύω να είμαι θυμωμένος, αποβάλλω το θυμό μου, τη δυσαρέσκειά μου, το πείσμα μου, ξεθυμώνω: Αυτός δεν ξεχολιάζει εύκολα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεχόλιασμα — το [ξεχολιάζω] το αποτέλεσμα τού ξεχολιάζω, η παύση τού θυμού, το ξεθύμωμα … Dictionary of Greek